- κατάσπαρτος
- -η, -ο [κατασπείρω]1. αυτός που είναι σπαρμένος σε όλη του την έκταση2. αυτός που είναι σκορπισμένος, απλωμένος παντού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάσπαρτος — η, ο ο σπαρμένος απ άκρη σ άκρη: Ο κάμπος ήταν κατάσπαρτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύσπαρτος — η, ο, Ν πολύ σπαρμένος, κατάσπαρτος («την πολύσπαρτη γη», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπαρτός (< σπείρω)] … Dictionary of Greek